ξεχτένιστος

ξεχτένιστος
-η, -ο [ξεχτενίζω]
αχτένιστος, αναμαλλιάρης, ξεμαλλιασμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακτένιστος — η, ο και αχτένιστος (AM ἀκτένιστος, ον) [κτενίζω] αυτός που δεν χτενίστηκε, ακατάστατος, ξεχτένιστος (νεολλ.) 1. (για τρίχες, νήματα κ.λπ.) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό εργαλείο, με το χτένι, ο αλανάριστος, 2. (για λόγο, σύγγραμμα κ …   Dictionary of Greek

  • αναμαλλιάρης — άρα, άρικο 1. αυτός που έχει ανακατωμένα τα μαλλιά του, αχτένιστος, ξεχτένιστος 2. (για υφάσματα) αυτός που χνούδιασε, ο χνουδιασμένος 3. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του, ασκεπής, ξεσκούφωτος 4. αυτός που έχει πολύ αραιά μαλλιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”